Τα ποντιακά μουσικά όργανα
Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν οι Πόντιοι είναι έγχορδα, πνευστά και κρουστά. Είναι όργανα παραδοσιακά, που τα κατασκευάζουν ειδικοί λαϊκοί τεχνίτες.
Τα ποντιακά μουσικά όργανα είναι τα εξής:
Ο ΚΕΜΕΝΤΖΕΣ(Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΥΡΑ)
Είναι το βασικό μουσικό όργανο των Ποντίων.Έχει τρεις χορδές και παίζεται με δοξάρι.Κατασκευάζεται κυρίως από ξύλο δαμασκηνιάς<κοκκίμελον>.Η όλη δομή της ποντιακής λύρας εμφανίζει χαρακτηριστικά στοιχεία βυζαντινής προέλευσης.
Η ποντιακή λύρα είναι ένα τρίχορδο πλήρες μουσικό όργανο στη κατηγορία του και για τους σκοπούς που χρησιμοποιείται. Χορδίζεται «κατά τέταρτα» και συνοδεύει τραγούδι και χορό. Διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής του με μακρύ λαιμό και στενόμακρο ηχείο, που φέρεται να μην έχει αλλάξει από την πρώτη του εμφάνιση.
Για την καταγωγή της ποντιακής λύρας σημαντικές πληροφορίες έχει δώσει ο Γάλλος μουσικοσυνθέτης και ιστορικός μουσικός Βιντάλ Λουΐ Αντουάν (Vidal Luis Antoine) ο οποίος στο σπουδαίο τρίτομο έργο του έχει συμπεριλάβει κατασκευές μουσικών οργάνων σχεδόν όλων των ιστορικών περιόδων όπως επίσης και σπουδαίους μουσικούς εκτελεστές (οργανοπαίκτες).
Ειδικότερα για την ποντιακή λύρα την παρομοιάζει με τα έγχορδα μουσικά όργανα της Δύσης (Ευρώπης) όπως π.χ. με το Ποκέτ (Pochette) της Γαλλίας και το Κιτ (Kit) της Αγγλίας που από τον 16ο αιώνα μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα ήταν τα κατ΄ εξοχή μουσικά όργανα χορού, δίνοντας πρόσθετη πληροφορία ότι το τριγωνικό κεφάλι της ποντιακής λύρας έχει θρησκευτικό χαρακτήρα που συμβολίζει την Αγία Τριάδα.
Η Ποντιακή λύρα διακρίνεται στα ακόλουθα χαρακτηριστικά μέρη: Κύριο σώμα, εξαρτήματα και το τόξο
ΓΚΑΙΝΤΑ ή ΑΓΓΕΙΟΝ
Μαζί με την ζουρνά, το αγγείον είναι το κατεξοχήν μουσικό όργανο για ανοιχτούς χώρους, και όχι μόνο. Μετά την κεμεντζέ ήταν το πιο διαδεδομένο και το πιο αγαπητό όργανο στους Πόντιους του Ανατολικού Πόντου.
Το όργανο αυτό αποτελείται από τα εξής μέρη:
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μαλακόσουν οι τρίχες και να βγαίνουν εύκολα (εφτούλιζαν` ατο).
ΓΑΒΑΛ ή ΦΛΟΓΕΡΑ
Με αυτά τα ονόματα συναντάμε το συγκικριμένο όργανο στον Πόντο. Ηταν κατεξοχήν ποιμενικό όργανο που το κατασκεύαζαν οι βοσκοί στα βουνά του Πόντου και παίζοντάς το περνούσαν ευχάριστα τις ατέλειωτες ημέρες της μοναξιάς τους. Στην περιοχή της Ματσούκας αυτό το όργανο απέδιδε περίψημα τον ανεπανάληπτο βουκολικό σκοπό ``μακρύν καϊτέν`` ή ``ορμάνι` καϊτέν`` ή ``ομάλια`` (μακρόσυρτος σκοπός ή σκοπός του δάσους).
Το γαβάλ ή χειλιαύρι(ν) το συναντάμε σε διάφορα μεγέθη, από 25 έως 40 εκατοστά. Γίνεται από διάφορα ξύλα: καρυδιά, καστανιά, μηλιά, έλατο, οξιά, κρανιά, κέδρο, σφενδάμι κλπ., ή από καλάμι.
Στον Πόντο χρησιμοποιόντουσαν περισσότερο το ξύλο γιατί όλα τα βουνά είναι γεμάτα από τέτοια δένδρα, ενώ το καλάμι ήταν πιο δυσεύρετο. Αυτό βεβαίως προϋπέθετε τη σωστή επιλογή του ξύλου, το οποίο δεν έπρεπε να έχει ρόζους, να είναι ίσιο και όσο το δυνατό ισόπαχο. Μετά την διαλογή, το έκοβαν στο μέγεθος που ήθελαν και του αφαιρούσαν τον φλοιό. Κατόπιν πύρωναν ένα λεπτό σίδερο και με αυτό το τρυπούσαν σε όλο του το μήκος. Εάν η τρύπα αυτή δεν ήταν αρκετή, πύρωναν ένα πιο χοντρό και το ξανατρυπούσαν. Αφου κρύωναν το χοντρό σίδερο, το περνούσαν μέσα στον σκελετό και με παλινδρομικές κινήσεις καθάριζαν το εσωτερικό από τα υπολείματα του καμένου ξύλου. Κατόπιν το πελεκούσαν ώστε να αποκτήσει ομοιόμορφο πάχος, όσο το δυνατόν πιο λεπτό για καλλίτερη απόδοση. Πολλοί ήταν αυτοί που σκάλιζαν επάνω διάφορες παραστάσεις για ομορφιά.
ΝΤΑΟΥΛΙ
Είναι το κυρίαρχο όργανο συνοδείας του ζουρνά, του αγγείου (γκάιντα) και σπανιότερα του κεμεντζέ (λύρα). Το χρησιμοποιούσαν κυρίως στους ανοιχτούς χώρους λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, λιγότερο δε στους κλειστούς όπου έπαιζαν πιο μαλακά για να μην σκεπάζει τον ήχο των άλλων οργάνων, ιδίως του κεμεντζέ.
Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τη σωματική διάπλαση του οργανοπαίχτη. Ενας ψηλός με μακριά χέρια έφτιαχνε σίγουρα μεγαλύτερο από έναν μικροκαμωμένο. Πάντως στον Πόντο γενικά συνήθιζαν νταούλια μεγάλου μεγέθους. Το ξύλο που χρισιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν καστανιά, την οποία θεωρούσαν ότι παράγει τον καλλίτερο ήχο. Εκοβαν μια φαρδιά σανίδα πάχους συνήθως 0,5 εκατοστών στο μέγεθος που ήθελαν, και την έβαζαν μέσα στο νερό για να μαλακώσει. Κατόπιν την γύριζαν σε κύλινδρο και ένωναν τις δύο άκρες της με κόλλα και με καρφιά ή ξυλόκαρφα. Αυτό ονομάζεται κάσσα. Στις δύο βάσεις τοποθετούσαν τα δέρματα, που συνήθως ήταν γίδας, τράγου ή σπανιότερα προβάτου. Για την επεξεργασία του δέρματος χρησιμοποιούσαν την ίδια διαδικασία με το αγγείο (βλέπε αγγείο). Τα δέρματα αυτά τα στερέωναν κυκλικά επάνω σε δύο στεφάνια, τα οποία είχαν λιγάκι μεγαλύτερη διάσταση από την κάσσα για να χωράει μέσα τους. Το ένα δέρμα ήταν συνήθως πιο χοντρό. Κατόπιν άνοιγαν στην περιφέρεια του δέρματος δίπλα στη στεφάνη τρύπες από όπου περνούσαν το σχοινί με το οποίο τέντωναν και έτσι κούρντιζαν το νταούλι.
Στο κέντρο της περιφέρειας της κάσσας άνοιγαν μια τρύπα 1 έως 2 εκατοστών για να μπορεί να φεύγει ο αέρας με το χτύπημα και να μην σπάει το δέρμα από την πίεση ποθ δημιουργείται από την παλμική κίνηση. ΄΄Η τρύπα αυτή επιδρά και στον ήχο του οργάνου. Μια πολύ μικρή τρύπα κάνει τον ήχο σκοτεινό και μουντό. Ενώ η πολύ μεγάλη τον κάνει κούφιο. Η κανονική διάμετρος κυμαίνεται από 1 έως 1,5 ή 2 περίπου εκατοστά και εξαρτάται από το μέγεθος του νταουλιού. Σε μεγάλα νταούλια συναντάμε δύο ή τρεις κάποτε τρύπες΄΄ (Φοίβος Ανωγειανάκης). Πάνω στην κάσσα και σπανίως στα σχοινιά στερέωναν το λουρί με το οποίο κρεμούσε ο ταουλτζής (ταουλιέρης) το όργανο στον ώμο του. Για να είναι πιο γερό το ταούλ΄ πολλές φορές έβαζαν εσωτερικά σε σχήμα σταυρού δύο κάθετα ξύλα που στερεώνταν στις δύο απέναντι πλευρές, αλλά αυτό πρόσθετε βάρος. Ενα καλό νταούλι πρέπει να έχει καθαρό ήχο και να είναι όσο το δυνατό ελαφρότερο ώστε να μην κουράζεται ο οργανοπαίχτης.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΒΙΝΤΕΟ:
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ:
1.WIKIPEDIA/ποντιακή λύρα
2. Ακρίτες- μουσικά όργανα του Πόντου
3.Youtube-ποντιακή μουσική
Συντάχθηκε από τον μαθητή Βασιλειάδη Γεώργιο Β1΄
Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν οι Πόντιοι είναι έγχορδα, πνευστά και κρουστά. Είναι όργανα παραδοσιακά, που τα κατασκευάζουν ειδικοί λαϊκοί τεχνίτες.
Τα ποντιακά μουσικά όργανα είναι τα εξής:
Ο ΚΕΜΕΝΤΖΕΣ(Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΥΡΑ)
Είναι το βασικό μουσικό όργανο των Ποντίων.Έχει τρεις χορδές και παίζεται με δοξάρι.Κατασκευάζεται κυρίως από ξύλο δαμασκηνιάς<κοκκίμελον>.Η όλη δομή της ποντιακής λύρας εμφανίζει χαρακτηριστικά στοιχεία βυζαντινής προέλευσης.
Η ποντιακή λύρα είναι ένα τρίχορδο πλήρες μουσικό όργανο στη κατηγορία του και για τους σκοπούς που χρησιμοποιείται. Χορδίζεται «κατά τέταρτα» και συνοδεύει τραγούδι και χορό. Διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής του με μακρύ λαιμό και στενόμακρο ηχείο, που φέρεται να μην έχει αλλάξει από την πρώτη του εμφάνιση.
Για την καταγωγή της ποντιακής λύρας σημαντικές πληροφορίες έχει δώσει ο Γάλλος μουσικοσυνθέτης και ιστορικός μουσικός Βιντάλ Λουΐ Αντουάν (Vidal Luis Antoine) ο οποίος στο σπουδαίο τρίτομο έργο του έχει συμπεριλάβει κατασκευές μουσικών οργάνων σχεδόν όλων των ιστορικών περιόδων όπως επίσης και σπουδαίους μουσικούς εκτελεστές (οργανοπαίκτες).
Ειδικότερα για την ποντιακή λύρα την παρομοιάζει με τα έγχορδα μουσικά όργανα της Δύσης (Ευρώπης) όπως π.χ. με το Ποκέτ (Pochette) της Γαλλίας και το Κιτ (Kit) της Αγγλίας που από τον 16ο αιώνα μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα ήταν τα κατ΄ εξοχή μουσικά όργανα χορού, δίνοντας πρόσθετη πληροφορία ότι το τριγωνικό κεφάλι της ποντιακής λύρας έχει θρησκευτικό χαρακτήρα που συμβολίζει την Αγία Τριάδα.
Η Ποντιακή λύρα διακρίνεται στα ακόλουθα χαρακτηριστικά μέρη: Κύριο σώμα, εξαρτήματα και το τόξο
Κύριο σώμα
- Το κυρίως σώμα του οργάνου, ονομάζεται "σκάφος", έίναι φιαλόσχημο και συγκροτείται από:
- Το καπάκι ή καπάκ που είναι η άνω επιφάνεια του σκάφους.
- Ο βραχίονας, ή λαιμός, ή γούλα, ή μπράτσο.που είναι το πάνω μέρος του οργάνου που βαστάει ο λυράρης με το αριστερό χέρι.
- Η γλώσσα, ή ταστιέρα, ή σπαλέρ (άλλοι ονομάζουν σπαρέλ, εκ του ιταλικού "σπαλιέρα" (= περίφραγμα), που ονομάζεται έτσι το ειρεισίνωτο
- Το κεφάλι, ή κιφάλ , ή κεφαλή, το ανώτερο τμήμα του οργάνου
- Η ράχη (ή ράshια), ή πλάτη, το πίσω μέρος του οργάνου.
- Η ψυχή, ή στυλάρ, ή στουλάρ, πρόκειται για ένα ευλίγιστο σχετικά ξύλο που είναι σφηνωμένο στο εσωτερικό του οργάνου μεταξύ ηχείου (καπακιού) και της πλάτης (ράχης).
- Τα μάγουλα, ή μάγλα λέγονται οι πλευρές (δεξιά και αριστερά) του οργάνου (σκάφους)
- Τα ρωθώνια, ή ρουθούνια: λέγονται αυτά που σχηματίζουν μικρά τόξα και στις άκρες τους φέρουν τρύπες όπως οι προηγούμενες.
ΓΚΑΙΝΤΑ ή ΑΓΓΕΙΟΝ
Μαζί με την ζουρνά, το αγγείον είναι το κατεξοχήν μουσικό όργανο για ανοιχτούς χώρους, και όχι μόνο. Μετά την κεμεντζέ ήταν το πιο διαδεδομένο και το πιο αγαπητό όργανο στους Πόντιους του Ανατολικού Πόντου.
Το όργανο αυτό αποτελείται από τα εξής μέρη:
- Το παστ΄ (δέρμα ζώου, ασκί)
- Τη στομωτήρα ή φυσερόν (επιστόμιο)
- Το αγγόξυλον ή νάβ, μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένα παράλληλα τα δύο καλάμια με τα τσιμπόνια (γλωσσίδια) που παράγουν τον ήχο.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μαλακόσουν οι τρίχες και να βγαίνουν εύκολα (εφτούλιζαν` ατο).
ΓΑΒΑΛ ή ΦΛΟΓΕΡΑ
Με αυτά τα ονόματα συναντάμε το συγκικριμένο όργανο στον Πόντο. Ηταν κατεξοχήν ποιμενικό όργανο που το κατασκεύαζαν οι βοσκοί στα βουνά του Πόντου και παίζοντάς το περνούσαν ευχάριστα τις ατέλειωτες ημέρες της μοναξιάς τους. Στην περιοχή της Ματσούκας αυτό το όργανο απέδιδε περίψημα τον ανεπανάληπτο βουκολικό σκοπό ``μακρύν καϊτέν`` ή ``ορμάνι` καϊτέν`` ή ``ομάλια`` (μακρόσυρτος σκοπός ή σκοπός του δάσους).
Το γαβάλ ή χειλιαύρι(ν) το συναντάμε σε διάφορα μεγέθη, από 25 έως 40 εκατοστά. Γίνεται από διάφορα ξύλα: καρυδιά, καστανιά, μηλιά, έλατο, οξιά, κρανιά, κέδρο, σφενδάμι κλπ., ή από καλάμι.
Στον Πόντο χρησιμοποιόντουσαν περισσότερο το ξύλο γιατί όλα τα βουνά είναι γεμάτα από τέτοια δένδρα, ενώ το καλάμι ήταν πιο δυσεύρετο. Αυτό βεβαίως προϋπέθετε τη σωστή επιλογή του ξύλου, το οποίο δεν έπρεπε να έχει ρόζους, να είναι ίσιο και όσο το δυνατό ισόπαχο. Μετά την διαλογή, το έκοβαν στο μέγεθος που ήθελαν και του αφαιρούσαν τον φλοιό. Κατόπιν πύρωναν ένα λεπτό σίδερο και με αυτό το τρυπούσαν σε όλο του το μήκος. Εάν η τρύπα αυτή δεν ήταν αρκετή, πύρωναν ένα πιο χοντρό και το ξανατρυπούσαν. Αφου κρύωναν το χοντρό σίδερο, το περνούσαν μέσα στον σκελετό και με παλινδρομικές κινήσεις καθάριζαν το εσωτερικό από τα υπολείματα του καμένου ξύλου. Κατόπιν το πελεκούσαν ώστε να αποκτήσει ομοιόμορφο πάχος, όσο το δυνατόν πιο λεπτό για καλλίτερη απόδοση. Πολλοί ήταν αυτοί που σκάλιζαν επάνω διάφορες παραστάσεις για ομορφιά.
ΝΤΑΟΥΛΙ
Είναι το κυρίαρχο όργανο συνοδείας του ζουρνά, του αγγείου (γκάιντα) και σπανιότερα του κεμεντζέ (λύρα). Το χρησιμοποιούσαν κυρίως στους ανοιχτούς χώρους λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, λιγότερο δε στους κλειστούς όπου έπαιζαν πιο μαλακά για να μην σκεπάζει τον ήχο των άλλων οργάνων, ιδίως του κεμεντζέ.
Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τη σωματική διάπλαση του οργανοπαίχτη. Ενας ψηλός με μακριά χέρια έφτιαχνε σίγουρα μεγαλύτερο από έναν μικροκαμωμένο. Πάντως στον Πόντο γενικά συνήθιζαν νταούλια μεγάλου μεγέθους. Το ξύλο που χρισιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν καστανιά, την οποία θεωρούσαν ότι παράγει τον καλλίτερο ήχο. Εκοβαν μια φαρδιά σανίδα πάχους συνήθως 0,5 εκατοστών στο μέγεθος που ήθελαν, και την έβαζαν μέσα στο νερό για να μαλακώσει. Κατόπιν την γύριζαν σε κύλινδρο και ένωναν τις δύο άκρες της με κόλλα και με καρφιά ή ξυλόκαρφα. Αυτό ονομάζεται κάσσα. Στις δύο βάσεις τοποθετούσαν τα δέρματα, που συνήθως ήταν γίδας, τράγου ή σπανιότερα προβάτου. Για την επεξεργασία του δέρματος χρησιμοποιούσαν την ίδια διαδικασία με το αγγείο (βλέπε αγγείο). Τα δέρματα αυτά τα στερέωναν κυκλικά επάνω σε δύο στεφάνια, τα οποία είχαν λιγάκι μεγαλύτερη διάσταση από την κάσσα για να χωράει μέσα τους. Το ένα δέρμα ήταν συνήθως πιο χοντρό. Κατόπιν άνοιγαν στην περιφέρεια του δέρματος δίπλα στη στεφάνη τρύπες από όπου περνούσαν το σχοινί με το οποίο τέντωναν και έτσι κούρντιζαν το νταούλι.
Στο κέντρο της περιφέρειας της κάσσας άνοιγαν μια τρύπα 1 έως 2 εκατοστών για να μπορεί να φεύγει ο αέρας με το χτύπημα και να μην σπάει το δέρμα από την πίεση ποθ δημιουργείται από την παλμική κίνηση. ΄΄Η τρύπα αυτή επιδρά και στον ήχο του οργάνου. Μια πολύ μικρή τρύπα κάνει τον ήχο σκοτεινό και μουντό. Ενώ η πολύ μεγάλη τον κάνει κούφιο. Η κανονική διάμετρος κυμαίνεται από 1 έως 1,5 ή 2 περίπου εκατοστά και εξαρτάται από το μέγεθος του νταουλιού. Σε μεγάλα νταούλια συναντάμε δύο ή τρεις κάποτε τρύπες΄΄ (Φοίβος Ανωγειανάκης). Πάνω στην κάσσα και σπανίως στα σχοινιά στερέωναν το λουρί με το οποίο κρεμούσε ο ταουλτζής (ταουλιέρης) το όργανο στον ώμο του. Για να είναι πιο γερό το ταούλ΄ πολλές φορές έβαζαν εσωτερικά σε σχήμα σταυρού δύο κάθετα ξύλα που στερεώνταν στις δύο απέναντι πλευρές, αλλά αυτό πρόσθετε βάρος. Ενα καλό νταούλι πρέπει να έχει καθαρό ήχο και να είναι όσο το δυνατό ελαφρότερο ώστε να μην κουράζεται ο οργανοπαίχτης.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΒΙΝΤΕΟ:
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ:
1.WIKIPEDIA/ποντιακή λύρα
2. Ακρίτες- μουσικά όργανα του Πόντου
3.Youtube-ποντιακή μουσική
Συντάχθηκε από τον μαθητή Βασιλειάδη Γεώργιο Β1΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε μας τις παρατηρήσεις σας, μας ενδιαφέρει η άποψή σας!