Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

ΤΑ ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΟΡΓΑΝΑ "ΣΤΗΝ ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΑΣ"

Ο κεμεντζές

Ο κεμεντζές ή η κεμεντζέ είναι το βασικότερο μουσικό όργανο των Ποντίων. Σύμφωνα με τον Παύλο Χαιρόπουλο η καταγωγή του κεμεντζέ ανάγεται στην Μεσοποταμία,στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα.Στην Περσία υπήρχε ένα όργανο με την ονομασία ``καμάντζια``, όπως και στον Καύκασο με το όνομα ``καμάντσιες``.Ίσως από τις ονομασίες αυτές να προέρχεται το``κεμεντζέ``ή `κεμεντσέ`.Σε μια επίσκεψή μου στο μουσείο λαϊκών οργάνων στο Νέο Δελχί της Ινδίας , είδα τρεις λύρες που έμοιαζαν με την ποντιακή , σε μεγαλύτερο μέγεθος , με χορδές από έντερα ζώων όπως ήταν αρχικά οι χορδές στον Πόντο.Φαίνεται ότι το όργανο αυτό ήταν διαδομένο στην περιοχή.
Η κατασκευή της στον Πόντο γινόταν συνήθως από ξύλο δαμασκηνιάς (κοκίμελον), το οποίο έκοβαν αρχές φθινοπώρου για να μην έχει πολλή υγρασία.Ο κορμός δεν έπρεπε να έχει ρόζους ή σχισίματα.Το έβαζαν μέσα σε χωνεμένη κοπριά για να ξεραθεί τελείως ώστε να μην σκάσει και το άφηναν πολλή καιρό , έως και δύο χρόνια.
Ώστε να ξεραθεί καλά.Χρησιμοποιούσαν το ξύλο δαμασκηνιάς γιατί είναι σκληρό και δεν επηρεάζεται εύκολα από την υγρασία.Χρησιμοποιούσαν και άλλα ξύλα,όπως ο κισσός.Στον ελλαδικό χώρο,όπου το κλήμα είναι πιο ξηρό, χρησιμοποιούν και άλλον ειδών ξύλα, τα οποία συνήθως λουστράρουν.
Αυτό το ξύλο το επεξεργάζονταν συνήθως οι ίδιοι οι λυράρηδες, στρογγυλεύοντας εσωτερικά τις γωνίες του σκάφους για να ανακλάται ο ήχος προς τα έξω.Γι’ αυτό λένε ότι οι μονοκόμματες λύρες παίζουν καλύτερα.Βεβαίως έχει αλλάξει η τεχνική κατασκευής – τώρα η λύρα για ευκολία γίνεται κομματιαστή, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορα είδη ξύλου.Η μορφή της λύρας είναι φιαλόσχημη και αποτελείται από τα εξής μέρη:
Το κιφάλ’(κεφαλή)
Τα ωτία (αυτιά,χορδοδέτες,τρία στον αριθμό,όσα και οι χορδές)
Η γούλα (λαιμός)
Η γλώσσα ή σπαρέλ’ ή σπαλέρ’
Τα τρυπία (τρύπες ,4 στο καπάκι,2 στο επάνω μέρος και 2 κάτω, δεξιά και αριστερά από τις χορδές).
Τα μάγ’λα (μάγουλα,έχουν δύο τρύπες , μία στα επάνω και μία στο κάτω μέρος)
Το καπάκ’(καπάκι)
Η ράχια (ράχη)
Ο γάιδιαρον (επάνω του ακουμπούν οι χορδές)
Τα κόρδας (χορδές).Αρχικά ήταν αποξηραμένα έντερα ζώου, έπειτα έγιναν μεταξωτές και από το 1920 μεταλλικές.
Τα ρωθώνια ή σκωλέκια (ρουθούνια ή σκουλήκια)
Το παλληκάρ’ (παλικάρι) το οποίο χρησιμεύει για να στερεώνονται οι χορδές.
Το στουλάρ’, είναι το ξύλο που βρίσκεται μέσα στο σκάφος της λύρας. Από τη μία πλευρά ακουμπάει στην πλάτη και από την άλλη στο καπάκι, από τα δεξιά πλευρά, όπως βλέπουμε τη λύρα, κάτω ακριβώς από τον «γάιδαρο» και δίπλα από το δεξί «ρουθούνι», συνήθως στο μέσον, ώστε να ξεχωρίζει τις ψιλές φωνές από τις χαμηλές(ζιλ-καπάν).
Το μέγεθος της λύρας (κεμεντζέ) ήταν συνήθως 45-60 εκατοστά . Από το λαιμό (γούλα) μέχρι το σημείο όπου τοποθετείτο ο γάιδαρος ήταν τα δύο τρίτα του μεγέθους της λύρας χωρίς το κεφάλι, το δε πλάτος της ήταν 7-11 εκατ., όσο ήταν και το μέγεθος του λαιμού.Στην περιοχή της Ματσούκας
(Τραπεζούντα) συναντάμε τις πιο μακρόστενες και υψίφωνες (ζιλ) λύρες του Πόντου. Οι χορδές της είναι συνήθως μια Σι κιθάρας (0,14)και δυο Λα βιολιού.Παίζονται με το τοξάρ’(δοξάρι),που παλαιότερα είχε τρίχες ουράς αρσενικού αλόγου, ώστε να μην είναι καμένες από τα ούρα. Κουρδίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές. Η κεμεντζέ παίζεται συνήθως μόνη της και σε κλειστούς χώρους. Στους ανοιχτούς μπορούσαν να παίζουν δύο και περισσότερες κεμεντζέδες μαζί, χρησιμοποιώντας καμιά φορά σαν όργανο συνοδείας το νταούλι.





ΝΤΑΟΥΛΙ






Το νταούλι ή αλλιώς νταβούλι, άργανο (στη Σιάτιστα και στην Ήπειρο), τοσκάνι ή τσοκάνι (στο Μεσολόγγι), τουμπί ή τουμπάκι (στα νησιά), κιόσι (στη Μ. Ασία), ταβούλι, παβούλι, τούμπανο, τουμπανέλι, είναι ένα μεμβρανόφωνο (κρουστό) που μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί σαν τον βασιλιά των παραδοσιακών κρουστών. Πρόκειται για αρχαίο όργανο που το συναντάμε σε διάφορες μορφές σχεδόν σ΄ολόκληρο τον πλανήτη. Μαζί με τον ζουρνά αποτελούν μια μικρή ορχήστρα, την λεγόμενη ζυγιά (κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα). Αποτελείται από ένα ξύλινο κύλινδρο το μέγεθος του οποίου διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα και τα γούστα του οργανοποιού ή του οργανοπαίχτη (νταουλιέρης).
Στα δυό ανοίγματα του κυλίνδρου τοποθετούνται με τη βοήθεια ξύλινων ή μεταλλικών στεφανιών τα δέρματα (κυρίως κατσίκας ή τράγου ενώ παλαιότερα χρησιμοποιούσαν και λύκου ή γαΐδάρου), τα οποία ανάλογα με το μέγεθος του κυλίνδρου, έχουν 20 έως 60 εκατοστά απόσταση μεταξύ τους και διάμετρο 25 εκατοστά έως 1 μέτρο. Ο παραδοσιακός τρόπος κατασκευής του κυλίνδρου απαιτούσε δύο ή περισσότερα λεπτά φύλλα ξύλου (καρυδιάς ή οξυάς), τα οποία αφού πρώτα τα άφηναν στο νερό για να μουσκέψουν, τους έδιναν κατόπιν με τη βοήθεια της φωτιάς το κυλινδρικό σχήμα. Με μία έως τρεις μικρές τρύπες πάνω στον κύλινδρο αποφεύγεται το εύκολο σκίσιμο των δερμάτων από την πίεση που δημιουργείται στο σκάφος κατά τη διάρκεια του παιξίματος. Τα δύο στεφάνια που συγκρατούν τα δέρματα ενώνονται και τεντώνονται με ένα σχοινί, ενώ ένα δεύτερο σχοινί, σφίγγοντας ή χαλαρώνοντας το πρώτο, βοηθάει στο κούρδισμα του οργάνου. Η τοποθέτηση από τη μια πλευρά πιο χοντρού δέρματος απ΄ ότι στην άλλη, καθώς και το τέντωμα των σχοινιών, έχει σαν αποτέλεσμα η μία μεμβράνη να παράγει τονικά χαμηλότερο ήχο. Το νταούλι παίζεται με δύο ξύλα (νταουλόξυλα), ένα για κάθε χέρι. Το ένα παράγει τον βαθύ ήχο, είναι χοντρό και ονομάζεται κόπανος και το άλλοείναι η βίτσα (μια λεπτή βέργα για τους τονικά ψηλότερους ήχους).




Γκάιντα

Η Γκάιντα, αλλιώς Γκάιδα, Γάιδα, Κάιντα ή Τουλούμι, είναι ένα είδος άσκαυλου. Αποτελείται από ασκί, επιστόμιο και τμήμα παραγωγής ήχου. Το τελευταίο απαρτίζεται από δύο ξεχωριστούς αυλούς. Ο ένας, κοντός με τρύπες, παράγει τη μελωδία και ο άλλος, μακρύς χωρίς οπές, παράγει ένα φθόγγο που κρατάει το ίσο. Η Γκάιντα συγχέεται συχνά με την Τσαμπούνα, διαφέρει όμως, γιατί διαθέτει ένα επιπλέον (τρίτο) αυλό που χρησιμεύει ως μπάσο. Ο σωλήνας για το ισοκράτημα είναι μακρύς (60-70 εκ.), αποδίδοντας έτσι την τονική μια οκτάβα χαμηλότερα. Η Γκάιντα χρησιμοποιείται στη Θράκη, στη Μακεδονία και σε όλα τα Βαλκάνια. Κατασκευάζεται συνήθως από τον ίδιο τον γκαϊτατζη, από δέρμα κατσίκας ή σπανιότερα, προβάτου. Μετά την κατεργασία του δέρματος προσαρμόζονται στο ασκί το επιστόμιο και οι τρεις αυλοί. Το επιστόμιο (φυσούνα, φερέκι, στόμιο) είναι ένας ξύλινος κωνικός σωλήνας, απ΄ όπου ο γκάιτατζης φυσάει και γεμίζει τον ασκό με αέρα, ο οποίος συγκροτείται από μια πέτσινη βαλβίδα. Τα υλικά κατασκευής του επιστόμιου και των αυλών είναι από ξύλο κρανιάς, δαμασκηνιάς ή αμυγδαλιάς. Ο αυλός για τη μελωδία έχει συνήθως επτά οπές μπροστά και μια πίσω. Είναι κυλινδρικός, με μήκος γύρω στα 25-30 εκ. και μοιάζει με φλογέρα. Στο σημείο που ενώνεται με τον ασκό προσαρμόζεται το λεγόμενο καλάμι (ή Τσαμπούνα, ζαμπούνα, κουμούσι, γκαϊτοκάλαμο). Το δεύτερο τμήμα παραγωγής ήχου, είναι ένας μακρύς σωλήνας χωρίς τρύπες (μπουρί, τζαμάρα, μπουρού), που προσδίδει την τονική στον κυρίως αυλό με έναν μόνο ήχο. Το μέγεθος του μπουριού ποικίλει, πάντα όμως είναι αρκετά μεγαλύτερο από το αυτό του κυρίως αυλού. Ο τρίτος αυλός της Γκάιντας (μπάσο) δεν διαθέτει επίσης τρύπες. Το παίξιμο της Γκάιντας χαρακτηρίζεται από μελωδικά στοιχεία, τα λεγόμενα ποικίλματα. Οι περισσότεροι γκαϊτατζήδες πρώτα παίζουν κάποιον αργό, καθιστικό σκοπό, ενώ ακολουθούν οι ζωηροί-χορευτικοί ρυθμοί (ζωναράδικα, συρτοί, αντικριστοί κ.λ.π.). Η Γκάιντα υπηρετεί τη μουσική επιτέλεση μόνη ή σε συνδυασμό με άλλα όργανα όπως λύρα, ταραμπούκα, νταϊρέ κ.λ.π. Παλαιότερα ήταν το μοναδικό και κυρίαρχο όργανο σε γάμους, γιορτές και πανηγύρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε μας τις παρατηρήσεις σας, μας ενδιαφέρει η άποψή σας!