Το ρεμπέτικο τραγούδι, δηλαδή το ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου. Εξελίχθηκε κυρίως στα λιμάνια
ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη (τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο) και στη
συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα. Την ίδια περίπου εποχή αναπτύχθηκε
στα Ταμπάχανα Πάτρας μια διαφορετική μορφή αστικού λαϊκού
τραγουδιού : τα ταμπαχανιώτικα.
Μάρκος Βαμβακάρης-Φραγκοσυριανή
Κορυφαία προσωπικότητα του ρεμπέτικου αναδεικνύεται αυτή την περίοδο ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μετά την απελευθέρωση το ρεμπέτικο αρχίζει να καταξιώνεται ως λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής και βγαίνει από το περιθώριο. Εμφανίζονται νέοι τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 το ρεμπέτικο, στη γνήσιά του μορφή, πεθαίνει και δίνει τη θέση του σε μια νεότερη μορφή του ρεμπέτικου το λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο το οποίο και άνοιξε το δρόμο της ευρύτερης πλέον αποδοχής του μουσικού είδους και του μεταγενέστερου λαϊκού τραγουδιού. Γνωστοί καλλιτέχνες του είδους είναι οι: Ζακ Ιακωβίδης, Κώστας Καπνίσης, Tάκης Mωράκης, Γιώργος Μουζάκης και άλλοι.
1) Ο χασάπικος θεωρείται ότι ήταν ο χορός των χασάπηδων της Κωνσταντινούπολης, που θεωρούνταν ιδιαίτερα άγριοι. Χορευόταν από δύο ή τρία άτομα, συνήθως άντρες, που κρατιόταν από τους ώμους με ιδιαίτερα βήματα που απαιτούσαν απόλυτο συγχρονισμό.
Το ρεμπέτικο τραγούδι εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική
μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων
από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα άρχισαν
να σημειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ
το 1834 τα
λεγόμενα "μουρμούρικα". Την ίδια εκείνη εποχή οι Βαυαροί προσπαθούσαν
να εισάγουν στη τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα. Αντίθετα
στη πλατεία του Ψυρρή τα μουρμούρικα, και τα σεβνταλήτικα άρχισαν να βρίσκουν
ανάπτυξη. Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των
φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως
πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα "γιαλάδικα", που πήραν τ΄ όνομά τους από
τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη "γιάλα -γιάλα" ή "αμάν
γιάλα" ή "γιαλελέλι". Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών μ΄
εκείνα της Μικράς Ασίας και
του Βοσπόρου, με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού
τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα περισπούδαστα του είδους Καφέ
Αμάν όπου το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε ν΄ αναπτύσσεται μέχρι το 1936 όταν
και απαγορεύτηκαν θεωρούμενα ως τουρκοειδή. Ένα χρόνο πριν (1935), τα αμανετζίδικα
είχαν απαγορευτεί στη Τουρκία θεωρούμενα ως κατάλοιπο ελληνικό μουσικό είδος.
Το 1922 είναι
η χρονιά της Μικρασιατικής καταστροφής την
οποία ακολουθεί η αναγκαστική ανταλλαγή
πληθυσμών. Πολλοί μικρασιάτες εγκαθίστανται στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας
φέρνοντας από εκεί τις μουσικές τους παραδόσεις. Αυτή την περίοδο η θεματολογία του ρεμπέτικου περιλαμβάνει κυρίως ερωτικά αλλά και μάγκικα τραγούδια (π.χ. τραγούδια της
φυλακής, ναρκωτικά).
Το 1932 κυκλοφορούν
οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών από τον Μάρκο
Βαμβακάρη. Μέχρι το '41 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους
κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Κορυφαία προσωπικότητα του ρεμπέτικου αναδεικνύεται αυτή την περίοδο ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μετά την απελευθέρωση το ρεμπέτικο αρχίζει να καταξιώνεται ως λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής και βγαίνει από το περιθώριο. Εμφανίζονται νέοι τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 το ρεμπέτικο, στη γνήσιά του μορφή, πεθαίνει και δίνει τη θέση του σε μια νεότερη μορφή του ρεμπέτικου το λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο το οποίο και άνοιξε το δρόμο της ευρύτερης πλέον αποδοχής του μουσικού είδους και του μεταγενέστερου λαϊκού τραγουδιού. Γνωστοί καλλιτέχνες του είδους είναι οι: Ζακ Ιακωβίδης, Κώστας Καπνίσης, Tάκης Mωράκης, Γιώργος Μουζάκης και άλλοι.
Οι χοροί των Ρεμπέτικων τραγουδιών είναι:
1) Ο χασάπικος θεωρείται ότι ήταν ο χορός των χασάπηδων της Κωνσταντινούπολης, που θεωρούνταν ιδιαίτερα άγριοι. Χορευόταν από δύο ή τρία άτομα, συνήθως άντρες, που κρατιόταν από τους ώμους με ιδιαίτερα βήματα που απαιτούσαν απόλυτο συγχρονισμό.
2) Ο ζεϊμπέκικος
ήταν πολεμικός χορός μιας πολεμικής φυλής θρακικής καταγωγής. Ήταν αντικριστός
χορός και χορευόταν από δύο άντρες, χωρίς ιδιαίτερα βήματα.
3) Το τσιφτετέλι
(από την τούρκικη λέξη που σημαίνει «δύο χορδές»), αρχικά παιζότανε από δίχορδο
βιολί και διαδόθηκε στην Ελλάδα μετά το 1923. Ήταν χορός των προσφύγων από τη
Σμύρνη και οι ρεμπέτες της Αθήνας τον θεωρούσαν θηλυπρεπή.
Τα όργανα των Ρεμπέτικων τραγουδιών είναι:
1) Το μπουζούκι
ήταν σε χρήση στον ελληνικό χώρο επί αιώνες. Είναι μια παραλλαγή της
οικογένειας των ταμπουράδων («bouzouk»: τούρκικη λέξη που σημαίνει σπασμένος).
Πιθανότατα όμως η ονομασία του προέρχεται από το «ντουζένι», τρόπο κουρδίσματος
του τουρκικού «σαζ». Ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής, το μέγεθος, το σχήμα, τον
αριθμό χορδών κ.ά. διακρίνουμε το μπουζούκι, τον «τζουρά», τη «μπουζουκομάνα»,
το «γόνατο» (σκαφτό), το «μπαγλαμά».Το μήκος του μπουζουκιού είναι περίπου 90 εκ. έως ένα μέτρο και
ηχεί σαν το λαούτο. Ο μπαγλαμάς, που είναι το μικρότερο όργανο της οικογένειας,
έχει μήκος περίπου 40-60 εκ.
και τρεις διπλές χορδές. Το μπουζούκι
παίζεται με πένα. Είναι συνήθως τρίχορδο ή τετράχορδο. Το τρίχορδο έχει τρεις
διπλές χορδές, ενώ το τετράχορδο έχει μονές ή
διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές τις δύο ψηλότερες.
2) Το τουμπερλέκι
αποτελείται από έναν πήλινο σκελετό σε σχήμα στάμνας χωρίς λαβή, ανοιχτή στο στόμιο και
σκεπασμένη στον πάτο με τεντωμένο δέρμα το οποίο κολλούν ή δένουν στο ηχείο. Το
τουμπελέκι συναντιέται σε διάφορα μεγέθη. Η καταγωγή του είναι
μικρασιατική, όμως χρησιμοποιείται από παλιά στη Μακεδονία, τη Θράκη και τα
νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
3) Τα κουτάλια συνήθως
φτιάχνονται από σκληρό ξύλο. Ο εκτελεστής είναι συνήθως ο ίδιος ο χορευτής,
κρατάει στο κάθε χέρι δυο κουτάλια με το κοίλο μέρος προς τα έξω, έτσι ώστε
να χτυπάει το ένα με το άλλο, όταν ανοιγοκλείνουν τα δάχτυλα.
4) Το κομπολόι κρεμασμένο
από κουμπί γιλέκου ή πουκαμίσου, κρατιέται τεντωμένο με το αριστερό χέρι, ενώ
το δεξί τρίβει ρυθμικά τις χάντρες με τα χείλια ενός μικρού, χοντρού
κρασοπότηρου. Το κομπολόι συνόδευε
παλιότερα το τραγούδι, ή ακόμη και όργανα όπως
τον ταμπουρά, τον μπαγλαμά κ.ά., με ρυθμικούς σχηματισμούς.
5) Τα ποτηράκια
του κρασιού ή του ούζου είναι ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο. Ο εκτελεστής
τοποθετεί δύο σε κάθε χέρι και ανοιγοκλείνοντας τα δάχτυλα, τα χτυπά για να
συνοδέψει ρυθμικά το τραγούδι. Παίζονται μόνα τους ή κάποιες φορές και με
μελωδικά όργανα, όπως το βιολί, τη λύρα τον ταμπουρά κ.ά.
6) Τα ζίλια είναι
μεταλλικά κύμβαλα, σιδερένια ή μπρούντζινα, με τρύπα στη μέση. Οι διαστάσεις
τους ποικίλλουν. Έτσι συναντάμε ζίλια με διάμετρο 6-8 εκ. περίπου, σπανιότερα και
παραπάνω, τα οποία κρατά ο εκτελεστής, από ένα στο κάθε χέρι.
7) Το ντέφι είναι ένας
ξύλινος κύλινδρος. Η μία βάση του κυλίνδρου είναι σκεπασμένη με δέρμα. Πολλά
ντέφια έχουν γύρω-γύρω στον κυλινδρικό σκελετό, σε ίση απόσταση, ζίλια, μικρά
δηλαδή μπρούντζινα διπλά κύμβαλα. Το μέγεθός του ποικίλλει από 20-50 εκ. ή και περισσότερο
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σχολικό βιβλίο μουσικής Γ' γυμνασίου (σελ. 61-62)
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
http://www.youtube.com/watch?v=EdJvHLKRgxk
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B1
http://rempetikogeo69.blogspot.gr/2010/09/blog-post.html
http://www.google.gr
Καζλαράκη Μαρία Γ2
Το κυριότερο πρόβλημα που εντόπισα είναι αυτό της ευαναγνωσίας. Το κείμενο είναι ιδιαίτερα δύσκολο στην ανάγνωση λόγω του πράσινου φόντου. Επιπλέον ο τίτλος θα μπορούσε να ήταν λίγο πιο έξυπνος. Κατά τα άλλα είναι μια επιτυχημένη εργασία!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργος Ζιούτας Γ1